- ανεμόπληκτος
- -η, -οεκτεθειμένος στον άνεμο, ανεμόδαρτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -πληκτος < πλήττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
ανεμόβραχος — ο ανεμόπληκτος, ανεμόδαρτος βράχος … Dictionary of Greek